- αποκοίμισμα
- το, -ατοςτο αποτέλεσμα του αποκοιμίζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καθύπνωσις — καθύπνωσις, ἡ (Α) [κάθυπνος] η αρχή τού ύπνου, το αποκοίμισμα … Dictionary of Greek
καταβαυκάληση — η (Α καταβαυκάλησις) νεοελλ. μτφ. η εξαπάτηση με δολερά μέσα, το αποκοίμισμα αρχ. το νανούρισμα τών παιδιών με τραγούδι ή με μουσικό όργανο … Dictionary of Greek
καταβαυκαλισμός — ο [καταβαυκαλίζω] 1. το αποκοίμισμα τών παιδιών με νανουρίσματα 2. το τραγούδι, το νανούρισμα με το οποίο αποκοίμιζαν τα βρέφη 3. εξαπάτηση … Dictionary of Greek
κοίμισις — κοίμισις, ἡ (Α) [κοιμίζω] 1. η αποκοίμηση, το αποκοίμισμα 2. γραμμ. η μεταβολή τού οξέος τόνου σε βαρύ … Dictionary of Greek
κοίμισμα — το [κοιμίζω] 1. το να κοιμάται ή να κοιμίζεται κάποιος, η αποκοίμηση, το αποκοίμισμα 2. μτφ. ξεγέλασμα κάποιου, η δόλια εξαπάτηση, το κορόιδεμα, η παραπλάνηση … Dictionary of Greek
νανούρισμα — Τραγούδι με το οποίο αποκοιμούνται τα νήπια.Τα ν. αποτελούνται, σε όλους τους λαούς, από διάφορες επιφωνήσεις που απαγγέλλονται ή τραγουδιούνται σε ήρεμο τόνο. Παρόμοιες επιφωνήσεις είναι και των Ελληνίδων μητέρων: νάνι νάνι, νάνα νάνα, νούνα… … Dictionary of Greek
απονάρκωση — η η ως την αναισθησία νάρκωση, το αποκοίμισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)